τετρώκοντα

Revision as of 08:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τετρωκοστός,    A v. τεσσαράκοντα, τεσσαρακοστός.

German (Pape)

[Seite 1100] dor. statt τεσσαράκοντα, vierzig, Archimed., Tab. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώκοντα: τετρωκοστός, ἴδε τεσσαράκοντα, τεσσαρακοστός.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. τεσσαράκοντα.