ἀλλοτριοφρονέω
English (LSJ)
A to be estranged, ill-disposed, D.S.17.4.
German (Pape)
[Seite 106] anders, feindlich gesinnt sein, D. Sic. 17, 4.
Spanish (DGE)
ser contrario, mostrarse mal dispuesto ἡ γὰρ ὀξύτης τοῦ νεανίσκου ... τοὺς ἀλλοτριοφρονοῦντας μεγάλως ἐξέπληττεν D.S.17.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτριοφρονέω: быть враждебно настроенным Diod.