ἀναζώγρησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A restoration to life, Agath.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζώγρησις: ἡ, ἀνάκλησις εἰς τὴν ζωήν, τῇ τῶν κειμένων ἀναζ. Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 41, 5, ἔκδ. Βόννης.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
resurrección, vuelta a la vida τῶν κειμένων Agath.1.13.3.
Greek Monolingual
ἀναζώγρησις (-εως), η (Μ) ἀναζωγρῶ
επαναφορά κάποιου στη ζωή, ξαναζωντάνεμα.