ἀπελευθεριωτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A freedman, Str.5.3.7 (v.l. ἀπελευθέρων).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ liberto Str.5.3.7.
Greek Monolingual
ἀπελευθεριωτής, ο (Α)
ο απελεύθερος.
οῦ, ὁ, A freedman, Str.5.3.7 (v.l. ἀπελευθέρων).
-οῦ, ὁ liberto Str.5.3.7.
ἀπελευθεριωτής, ο (Α)
ο απελεύθερος.