ἀποσφραγιστής
English (LSJ)
A resignator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 329] ὁ, der Versiegler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφραγιστής: ὁ, ὁ ἀποσφραγίζων, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ sellador, Gloss.2.241.
A resignator, Gloss.
[Seite 329] ὁ, der Versiegler.
ἀποσφραγιστής: ὁ, ὁ ἀποσφραγίζων, Γλωσσ.
-οῦ, ὁ sellador, Gloss.2.241.