ἐνενη-νώκασι, Ion. for ἐνενόητο, -νοήκασι, A v. νοέω.
ἐνένωτο: -νώκασι, Ἰων. ἀντὶ ἐνενόητο, -νοήκασι, ἴδε νοέω.
ἐνένωτο: Ιων. αντί ἐνενόητο, γʹ ενικ. υπερσ. του ἐννοέω.