A v. ἐνίπτω.
ἐνίψω: μέλλ. τοῦ ἐνέπω καὶ ἐνίπτω, ἴδε ἐνέπω ἐν τέλει.
see ἐνέπω.
ἐνιψῶ, -άω (Α)ποιητ. τ. του εμψώ.
ἐνίψω: μέλ. του ἐνέπω και του ἐνίπτω.
ἐνίψω: fut. и conjct. к ἐνίπτω.