ὀρθόπτερος

Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with high hills or with high columns, S.Fr.33.

German (Pape)

[Seite 375] mit grade emporstehenden Flügeln? Bei Soph. mit einer hohen Säulenreihe, frg. 31, in Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπτερος: -ον, «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα· πτερὰ γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα. ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομὰς» Ἡσύχ., Σοφ. (Ἀποσπ. 31), ἴδε Φώτ. καὶ πρβλ. περίπτερος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα
εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα
πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ μεγάλας ἔχουσα περιστόους οἰκοδομάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ωκύ-πτερος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. orthoptera].

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπτερος: с высокой колоннадой Soph.