ὀρφανοδικασταί

Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

in Cretan spelling ὀρπ-,    A judges in the affairs of orphans, Leg.Gort.12.23.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφανοδικασταί: ἴδε ὀρπανοδικασταί.

Greek Monolingual

ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α)
δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί].