ὑδροδόχος
English (LSJ)
ον, A containing water, φύσις ὑμενώδης ὑ., of the foetus, Theol.Ar.46.
Greek Monolingual
και ὑδροδόκος, -ον, ΜΑ
1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι
(κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο-δόκος, ξενοδόχος].