ὑποπόρευσις

Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A underground way, Id.2.968b.

German (Pape)

[Seite 1229] ἡ, Eingang, Plut. sol. an. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπόρευσις: ἡ, ὑπόγειος δίοδος, Πλούτ. 2. 948Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voie souterraine.
Étymologie: ὑποπορεύομαι.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α ὑποπορεύομαι
υπόγεια πορεία.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπόρευσις: εως ἡ подземный (потайной) ход Plut.