δειροκύπελλον

Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

[ῠ], τό, A long-necked cup, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 541] τό, ein langhalsiger Pokal, Luc. Lexiph. 7.

Greek (Liddell-Scott)

δειροκύπελλον: τό, ποτήριον μετὰ μακροῦ λαιμοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase à long col.
Étymologie: δειρή, κύπελλον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
vaso de cuello largo Luc.Lex.7, cf. Sch.ad loc.

Greek Monolingual

δειροκύπελλον, το (Α)
ποτήρι με μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + κύπελλον.

Russian (Dvoretsky)

δειροκύπελλον: τό кубок с длинным горлом Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειροκύπελλον -ου, τό [δέρη, κύπελλον] (trechtervormige) beker met lange hals.