αγορίστικος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
-η, -ο
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αγόρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγόρι + παραγωγική κατάληξη -ίστικος].