αγορίστικος

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αγόρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγόρι + παραγωγική κατάληξη -ίστικος].