ακεσίμβροτος
Greek Monolingual
ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.
ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.