αισχροπρόσωπος
From LSJ
Greek Monolingual
αἰσχροπρόσωπος, -ον (Α)
κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + πρόσωπον.
αἰσχροπρόσωπος, -ον (Α)
κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + πρόσωπον.