γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
ἀκαμαντορόας, ο (Α)εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + ῥέω].