διασφετερίζομαι

Revision as of 00:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A f.l. for σφετερίζομαι, Ph.2.130.

German (Pape)

[Seite 605] verstärktes simplex, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

διασφετερίζομαι: ἐπιτεταμ. σφετερίζομαι, Φίλων 2. 130.

Spanish (DGE)

hacer propio, apropiarse de τὴν λείαν μόνοι διασφετερίσασθαι διανοηθέντες Ph.2.130 (cód.), τι[νὰ μὲν τούτ] ων (τῶν γονέων) διεσφετηρί[σαν] τό τινα δὲ καὶ ἀπηνέγκα<ν>το PLond.inv.2222.7 (IV d.C.) en Miscell.Papyr.Borg.p.507.