θολερότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A turbidity, Hp.Epid.2.3.11.
German (Pape)
[Seite 1214] ητος, ἡ, das Trübsein, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
θολερότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ θολεροῦ ἢ θολοῦ, Ἱππ. 1028D.
ητος, ἡ, A turbidity, Hp.Epid.2.3.11.
[Seite 1214] ητος, ἡ, das Trübsein, Hippocr.
θολερότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ θολεροῦ ἢ θολοῦ, Ἱππ. 1028D.