τό, A wiper, towel, Alex.Trall.Febr.1.
[Seite 86] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.
μάκτρον: τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671.