μεριστής

Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A divider, distributor, Ev.Luc.12.14, Poll.4.176, PMag.Leid.W.14.42; μ. χρόνων ζωῆς, of the lord of the horoscope, Vett.Val.62.4:—fem. μερ-ίστρια, Sch.rec.A.Th. 711.

German (Pape)

[Seite 135] ὁ, der Theiler, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστής: -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, Πολυδ. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui partage, qui divise.
Étymologie: μερίζω.

Spanish

distribuidor, repartidor

English (Strong)

from μερίζω; an apportioner (administrator): divider.

English (Thayer)

μεριστού, ὁ (μερίζω), a divider: of an inheritance, Pollux (4,176).)

Greek Monolingual

μεριστής, ὁ θηλ. μερίστρια ΑM μερίζω
1. αυτός που χωρίζει, που διαιρεί
2. αυτός που διανέμει κάτι·

Greek Monotonic

μεριστής: -οῦ, ὁ (μερίζω), αυτός που διαιρεί, μοιράζει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μεριστής: οῦ ὁ разделяющий (спорящие стороны), т. е. посредник (δικαστὴς ἢ μ. NT).

Middle Liddell

μεριστής, οῦ, ὁ, μερίζω
a divider, NTest.

Chinese

原文音譯:merst»j 姆里士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:分(者)
字義溯源:分配者,仲裁者,分開者,分家,分家業;源自(μερίζω)=分開);而 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享), (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 分家(1) 路12:14