νυκταιροδύτειρα

Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[δῠ], ἡ, A she that rises and sets by night, of the moon, PMag.Par.1.2546.

Spanish

que nace y se oculta por la noche

Greek Monolingual

νυκταιροδύτειρα, ἡ (Α)
(για τη Σελήνη) αυτή που ανατέλλει και δύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + αἴρω + δύω + επίθημα -τειρα].