περίσφαλσις
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, A causing to slip round, ἐμβολὴ ἐκ π. in reduction of a dislocation, Id.Mochl.15, cf. Art.25.
German (Pape)
[Seite 595] ἡ, das Umwerfen, Um schlagen, Umfallen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περίσφαλσις: -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.
Greek Monolingual
-άλσεως, ἡ, Α περισφάλλω
1. σκόνταμμα, πέσιμο
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσφαλσις -εως, ἡ [περισφάλλω] geneesk. ontwrichting.