περικατάληψις

Revision as of 20:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3 ; cf. περικατάλαμψις.

German (Pape)

[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.

Greek Monolingual

-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.