σέβημα
English (LSJ)
ατος, τό, A act of worship, Orph.Fr.49 i 7; v.l. for σέβασμα in LXX Wi.15.17.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α σέβομαι
1. λατρευτική ενέργεια
2. (δ. γρφ.) σέβασμα.
ατος, τό, A act of worship, Orph.Fr.49 i 7; v.l. for σέβασμα in LXX Wi.15.17.
-ήματος, τὸ, Α σέβομαι
1. λατρευτική ενέργεια
2. (δ. γρφ.) σέβασμα.