σελαηφόρος

Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A light-bringing, Ἑρμῆς Man.4.333.

German (Pape)

[Seite 869] lichtbringend, Maneth. 4, 333, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σελαηφόρος: -ον, (σέλας) ὁ φέρων φῶς, Μανέθων 4. 333.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρνει φως («Ἑρμῆς σελαηφόρος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. < σέλας + -φόρος με δυσερμήνευτο -η-].