στερνοσώματος
English (LSJ)
ον, A v. στερροσώματος.
German (Pape)
[Seite 938] λοπάδος κύτος, Xenarch. bei Ath. II, 64 a, = κύτος στέρνου, von der Schüssel (Mein. vergleicht στερνοῦχος γῆ). wo man aber σ τεῤῥοσώματος ändern will.
Greek (Liddell-Scott)
στερνοσώμᾰτος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. στερροσώματος.