στερνοσώματος

Revision as of 09:51, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A v. στερροσώματος.

German (Pape)

[Seite 938] λοπάδος κύτος, Xenarch. bei Ath. II, 64 a, = κύτος στέρνου, von der Schüssel (Mein. vergleicht στερνοῦχος γῆ). wo man aber σ τεῤῥοσώματος ändern will.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοσώμᾰτος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. στερροσώματος.