συμπαραπίπτω

Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A occur to, θεωρήματα οὔπω ἡμῖν συμπαραπεπτωκότα prob. in Archim.Eratosth. p.430H.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραπίπτω: ὁμοῦ συμπίπτω, συμβαίνω, Παλλαδ. Λαυσ. σ. 137Β.

Greek Monolingual

Α
συμβαίνω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπίπτω «συμβαίνω»].

Greek Monolingual

Α
συμβαίνω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπίπτω «συμβαίνω»].