συνηρέτης

Revision as of 10:56, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = σύμφωνος, colleague, Phot.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ-ηρέτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].