τριγωνίστρια
English (LSJ)
ἡ, A a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.
Greek Monolingual
ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].
Russian (Dvoretsky)
τρῐγωνίστρια: ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.