τριγωνίστρια

Revision as of 13:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.

Greek Monolingual

ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίστρια: ἡ играющая на тригоне, арфистка Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.