φαιδροείμων

Revision as of 14:12, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (εἷμα) A in bright attire, Agath.5.15.

German (Pape)

[Seite 1250] ονος, in reinem Kleide, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδροείμων: ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.

Greek Monolingual

-όειμον, Α
(ποιητ. τ.) ο λαμπρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανο-είμων].