ἀγριομυρίκη
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, A tamarisk, LXX Je.17.6; Adj. ἀγριο-μυρίκινος, ξύλα PHamb.12.19 (iii A.D., ἀγρο- Pap.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριομῠρίκη: [ῑ], ἡ, ἀγρία μυρίκη, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. taray del maná, Tamarix mannifera (Ehrenb.) Bge., LXX Ie.17.6.