ἀντεξισάζω
English (LSJ)
A make equal, compare, Sch.Od.11.308.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen ausgleichen, Schol. Od. 11, 309.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξισάζω: ἐξισῶ, συγκρίνω, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 308.
Spanish (DGE)
comparar, equiparar τούτους (a los gigantes) δὲ ἀντεξισάζει ἀνθρώποις Sch.Od.11.309.
Greek Monolingual
ἀντεξισάζω (Α)
συγκρίνω.