ἀποφλεγματίζω

Revision as of 20:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A purge away phlegm or cleanse from it, Dsc.2.159, Antyll. ap. Orib.8.10.2; promote the discharge of phlegm or mucus, Gal. 11.769, etc.

German (Pape)

[Seite 335] den Schleim abführen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφλεγματίζω: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ πέπερι) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, αὐτόθι 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.

Spanish (DGE)

medic. evacuar las flemas Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.

Greek Monolingual

ἀποφλεγματίζω (Α)
(για φάρμακα) συντελώ στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα.