ἀστροθέτης

Revision as of 23:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who classes the stars, Orph.H.64.2.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, Sternsteller, -ordner, Orph. H. 64, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστροθέτης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς ἀστέρας κατατάσσων εἰς ἀστερισμοὺς καὶ δίδων ἀνάλογα ὀνόματα εἰς αὐτούς, Ὀρφ. Ὕμν. 64. 2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que determina la posición de las estrellas, astrónomo Orph.H.64.2, en mág. ref. a un demon PHarris 55.18 (II d.C.), cf. Ps.Callisth.1.4Γ (ap. crít.).

Greek Monolingual

ἀστροθέτης, ο (Α)
αυτός που κατατάσσει τα άστρα σε αστερισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -θέτης < τίθημι.