ἀτήρητος
English (LSJ)
ον, A unobserved, unnoticed, Them.Or.23.294c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτήρητος: -ον, ἀπαρατήρητος, Θεμίστ. 294C.
Spanish (DGE)
-ον
de pers. inobservado, inadvertido Them.Or.23.294c.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀτήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί
αρχ.
απαρατήρητος.