ἀφθεγγής
English (LSJ)
ές, A speechless, AB 473.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθεγγής: -ές, ὁ μὴ φθεγγόμενος, ἄφωνος, Α. Β. 473, 14.
Spanish (DGE)
-ές mudo, AB 473.
ές, A speechless, AB 473.
ἀφθεγγής: -ές, ὁ μὴ φθεγγόμενος, ἄφωνος, Α. Β. 473, 14.
-ές mudo, AB 473.