ἔκτρησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A hole, Hp.Steril.222 (pl.), Aret.SD2.13 (pl.), Heliod. ap. Orib.46.11.26.
German (Pape)
[Seite 783] ἡ, die Aushöhlung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτρησις: -εως, ἡ, τρύπημα, τρῦπα, Ἱππ. 680. 21, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. ἐκτρήσιες Aret.SD 2.13.4, ac. ἐκτρήσιας Hp.Steril.222]
agujero, perforación en una cánula, Hp.l.c., προσάψασθαι δεῖ τῆς ἐκτρήσεως Heliod. en Orib.46.11.26, ἡ ... κατὰ τὸ λιθοειδὲς ὀστοῦν ἔ. Gal.3.789, cf. Aret.l.c.