ὑπογλυκαίνω

Revision as of 14:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A sweeten a little: metaph., coax and smooth down, δῆμον ῥηματίοις Ar.Eq.216.

German (Pape)

[Seite 1212] ein wenig versüßen, übertr., ein wenig mit süßen Worten schmeicheln od. etwas freundlich stimmen, ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ar. Equit. 216.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω ὀλίγον τι· μεταφ., θωπεύω καὶ καταπραΰνω, ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.

French (Bailly abrégé)

adoucir un peu, fig. amadouer ou cajoler.
Étymologie: ὑπό, γλυκαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. γλυκαίνω λιγάκι
2. μτφ. καλοπιάνω με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω λίγο· μεταφ., καλοπιάνω και καταπραΰνω, τινά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογλῠκαίνω: услаждать, ублажать (τινὰ ῥηματίοις μαγειρικοῖς Arph.).

Middle Liddell


to sweeten a little: metaph. to coax and smooth down, τινά Ar.