α, ον, (λόγχη A) A of or with a spear, Suid.
λογχαῖος: -α, -ον, (λόγχη) ὁ μετὰ λόγχης, λογχίτης, Σουΐδ.
λογχαῖος, -αία, -ον (Α) λόγχηαυτός που ανήκει σε λόγχη ή αυτός που κρατά λόγχη.