δικείν
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Greek Monolingual
δικεῖν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῡσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].