δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
-η, -ο (AM ἄπλουτος, -ον)ο χωρίς πλούτοαρχ.φρ. «ἄπλουτος πλοῦτος» — ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα).