κνημιαίος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).