αντακαίος

Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

ἀντακαῖος, ο (Α)
1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας
2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» — το χαβιάρι.