μυλαίος

From LSJ
Revision as of 12:59, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

μυλαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που ασχολείται με μύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῑον
ο μύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῖος
(πρβλ. πυργ-αίος)].