ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῖονη διάρκεια μισής ώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].