Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
μυλαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που ασχολείται με μύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῖον
ο μύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῖος
(πρβλ. πυργ-αίος)].