πρυμναίος

From LSJ
Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῖα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία
όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται προς το μέρος της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -αῖος].