τετραγραμμιαίος

Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για χρυσά νομίσματα) αυτός που ζυγίζει τέσσερα γράμματα, τα οποία ήταν υποδιαίρεση μέτρου βάρους («τετραγραμμιαῖα νομίσματα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γράμμα «υποδιαίρεση μέτρου βάρους» + κατάλ. -ιαῖος].