κατάκλαδος

Revision as of 11:43, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ον, A gloss on κατάπρεμνος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1353] mit Zweigen versehen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλᾰδος: -ον, πλήρης κλάδων, ὁ Ἡσύχ. συνάπτει μετὰ τοῦ κατάπρεμνος.