περίμετρον
English (LSJ)
τό, A circumference, Hdt.1.185, 2.15,41, Arist.Mir.840b34, Luc.VH2.40; τὸ π. τῆς περιόδου Hdt.2.149; τὸ π. τῆς γῆς Ach.Tat.Intr.Arat. 29.
German (Pape)
[Seite 583] τό, = ἡ περίμετρος, Umkreis; Her. 1, 185 u. öfter; Ath. XII, 541 e.
Greek (Liddell-Scott)
περίμετρον: τό, = ἡ περίμετρος, Ἡροδ. 1. 185., 2. 15, 41· τὸ π. τῆς περιόδου 2. 149.
Greek Monotonic
περίμετρον: τό, περιφέρεια, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περίμετρον: τό периметр, окружность (τῆς περιόδου Her.).
Middle Liddell
περίμετρον, ου, τό,
the circumference, Hdt.